- Ξάνθος, Εμμανουήλ
- (Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852). Ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τις μέτριες μάλλον σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του ξενιτεύτηκε στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε κάποια εμπορική επιχείρηση. Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό ως γραμματικός του μεγαλέμπορου Β. Ξένου, δύο χρόνια αργότερα όμως συνεταιρίστηκε με τρεις Γιαννιώτες στην Πόλη και ίδρυσε δική του εμπορική εταιρεία. Για εμπορικές δουλειές ταξίδεψε το 1813 στην Πρέβεζα, στα Γιάννενα και στη Λευκάδα, όπου μυήθηκε στον μασονισμό. Τότε, όπως γράφει ο ίδιος, «συνέλαβε την ιδέαν ότι εδύνατο να ενεργηθή μια μυστική εταιρεία κατά τους κανόνας ταύτης των ελευθέρων Κτιστών». Έτσι, όταν επέστρεψε στην Οδησσό, ανακοίνωσε τις σκέψεις του στους φίλους του Αθανάσιο Τσακάλωφ και Νικόλαο Σκουφά και αποφασίστηκε η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας (1814). Από τότε ο Ξ. εγκατέλειψε σχεδόν το εμπόριο, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και αφιερώθηκε στην Εταιρεία. Εκτελούσε καθήκοντα ταμία, γραμματέα και σύνδεσμου με τα άλλα ηγετικά μέλη.
Τον Σεπτέμβριο του 1818 του ανέθεσαν να ταξιδέψει στη Ρωσία με σκοπό να προσφέρει την αρχηγία της Εταιρείας στον Καποδίστρια. Πέρασε πρώτα από τις Μηλιές του Πηλίου για να πάρει συστατικά γράμματα από τον Άνθιμο Γαζή και κατόπιν, μέσω Κωνσταντινούπολης, Μολδαβίας και Μόσχας, έφτασε τον Ιανουάριο του 1820 στην Πετρούπολη, όπου, μετά τη γνωστή άρνηση του Καποδίστρια, ανέθεσε την αρχηγία της Εταιρείας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Από τότε ο Ξ. έγινε ο πιο στενός συνεργάτης του αρχηγού και κινούταν συνεχώς ανάμεσα στις διάφορες πόλεις της Μολδοβλαχίας και της Βεσσαραβίας προκειμένου να συντονίσει τις προπαρασκευές του επικείμενου Αγώνα. Μετά το θλιβερό τέλος της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Ξ. μετέβη στην Ιταλία και από εκεί, τον Αύγουστο του 1821, στον επαναστατημένο Μοριά. Εκεί, αφανής συνεργάτης του Δημήτριου Υψηλάντη, παρέμεινε έως το 1826. Τότε αναχώρησε για την Αυστρία με σκοπό να οργανώσει την απόδραση του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τις φυλακές του Μουγκάτς. Μετά την αποτυχία της επιχείρησης αποτραβιέται στη Βλαχία, όπου, άγνωστος και αγνοημένος, έμεινε έως το 1837, οπότε αποφάσισε να κατεβεί στην Ελλάδα. Το 1839 διορίστηκε σε κάποια διοικητική θέση στην Ύδρα και αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, για να απολυθεί όμως ύστερα από λίγο.
Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε έσχατη ένδεια εκλιπαρώντας μια σύνταξη από το δημόσιο ή κάποιο βοήθημα από τους ισχυρούς της ημέρας. Περισσότερο ίσως από την πενία τον πίκρανε μια συκοφαντική εκστρατεία σε βάρος του. Ο I. Φιλήμων στο Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρείας (1834) και ιδίως ο παλιός Φιλικός Παν. Αναγνωστόπουλος σε πολλά άρθρα τους αμφισβήτησαν τη συμβολή του Ξ. στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας και την εντιμότητα του στη διαχείριση των χρημάτων της. Από τη Βλαχία ακόμα ο Ξ. έγραψε ένα βραχύ υπόμνημα περί της Φιλικής Εταιρείας και το 1837 μια Απολογία, με την οποία απαντά στους επικριτές του. Αν και η Απολογία αυτή δεν δημοσιεύτηκε ποτέ –από έλλειψη πόρων– ο Φιλήμων, μόλις τη διάβασε σε χειρόγραφη μορφή, έσπευσε να επανορθώσει όσα μειωτικά είχε γράψει άλλοτε για τον ρόλο του Ξ. Το 1845 ο Ξ. δημοσίευσε τα Απομνημονεύματα του, πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας, αφού κανείς από τους δύο άλλους ιδρυτές της δεν μας άφησε παρόμοιο κείμενο.
H προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου στην πλατεία της Φιλικής Εταιρείας της Αθήνας, τη γνωστή πλατεία στο Κολωνάκι.
Dictionary of Greek. 2013.